Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ταχτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάζομαι
  2. θα ταχτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάζομαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ταχτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάσσομαι
  2. θα ταχτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάσσομαι