ταυτογνωμώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυτογνωμώ < (καθαρεύουσα) ταυτογνωμῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ταυτο- + γνώμ(η) + -ώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.fto.ɣnoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ταυ‐το‐γνω‐μώ
Ρήμα επεξεργασία
ταυτογνωμώ, -είς, -εί..., πρτ.: ταυτογνωμούσα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο, σπάνιο) έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ
- ※ Με την ανωτέρω εκ μέρους του Δικαστηρίου δεκτή γενόμενη άποψη και το εξ αυτής συναγόμενο ενδιάμεσο διαγνωστικό συμπέρασμα ταυτογνωμεί και η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την καθής και την προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα απόφαση του ΔΕΚ (περιοδικό "Δίκη", Ιαν.-Φεβρ. 2004) [μεταγραφή σε μονοτονικό]
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ταυτόγνωμος (μεσαιωνικό)
- ταυτογνωμία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταυτογνωμώ
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)