Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταρβέω < τάρβος (= φόβος)

  Ρήμα επεξεργασία

ταρβέω - ταρβῶ (συνηρημένο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι:

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία