Δείτε επίσης: Ταξιάρχης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξιάρχης < τάξ(ις) + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταξιάρχης αρσενικό