ταξίμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταξίμι | τα | ταξίμια |
γενική | του | ταξιμιού | των | ταξιμιών |
αιτιατική | το | ταξίμι | τα | ταξίμια |
κλητική | ταξίμι | ταξίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταξίμι ουδέτερο
- (στη λαϊκή μουσική) αυτοσχεδιασμός ενός μουσικού κομματιού σε όποια φάση του
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταξίμι
|