Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
σφραγίδα για ημερομηνίες επάνω σε ταμπόν (2)
ταμπόν < λόγ. (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
ταμπόν (3)

ταμπόν ουδέτερο άκλιτο

  1. βύσμα, τάπα
  2. κουτί με μαλακό περιεχόμενο στο οποίο βάζουμε μελάνι για τις σφραγίδες
  3. είδος κυλινδρικής σερβιέτας

  Μεταφράσεις επεξεργασία