ταμπάρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταμπάρο | τα | ταμπάρα |
γενική | του | ταμπάρου | των | ταμπάρων |
αιτιατική | το | ταμπάρο | τα | ταμπάρα |
κλητική | ταμπάρο | ταμπάρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπάρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tabarro < παλαιά γαλλικά tabart
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπάρο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμπάρο
|