ταλαγάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταλαγάνι | τα | ταλαγάνια |
γενική | του | ταλαγανιού | των | ταλαγανιών |
αιτιατική | το | ταλαγάνι | τα | ταλαγάνια |
κλητική | ταλαγάνι | ταλαγάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ταλαγάνι < αλβανική tallagane[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.laˈɣa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐λα‐γά‐νι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταλαγάνι ουδέτερο
- χοντρό μάλλινο πανωφόρι των βοσκών
- είδος τυριού
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.