τακουνάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τακουνάκι | τα | τακουνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τακουνάκι | τα | τακουνάκια |
κλητική | τακουνάκι | τακουνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τακουνάκι < τακούνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τακουνάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τακούνι
- (αθλητισμός) χτύπημα μπάλας με το τακούνι ή γενικότερα με το πίσω μέρος του ποδιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
τακουνάκι
|