τέκτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τέκτων < αρχαία ελληνική τέκτων < πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τέκτων αρσενικό
- (λόγιο, επάγγελμα) άλλη μορφή του τέκτονας
Μεταφράσεις επεξεργασία
τέκτων
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τέκτων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέκτων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.