Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τάζω, παθ. φωνή: τάζομαι, παθ. μτχ.: ταγμένος & ταμένος

  1. κάνω ένα τάμα
  2. (κατ’ επέκταση) υπόσχομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία