Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σώγαμπρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σώγαμπρος
<
σώ-
(<
έσω
) +
γαμπρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σώγαμπρος
αρσενικό
παντρεμένος
άντρας ο οποίος μένει με τα πεθερικά του στο σπίτι τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σώγαμπρος