Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύσπονδος < σύν + σπονδή

  Επίθετο επεξεργασία

σύσπονδος

  • που μοιράζεται την ίδια σπονδή, πίνει από το ίδιο κύπελλο

Ταυτόσημο επεξεργασία