Δείτε επίσης: συρ-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύρ- < από το συρ- όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα < συν-

  Πρόθημα επεξεργασία

σύρ-

Σύνθετα επεξεργασία