σύντραφλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύντραφλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύντραφλος αρσενικό
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) μακρύ ξύλο στην άκρη του οποίου τοποθετούνταν πανιά για τον καθαρισμό της στάχτης από τον φούρνο
Πηγές επεξεργασία
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.