σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας ουδέτερο, μόνο στον ενικό