Ετυμολογία

επεξεργασία
σωματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος σωματοποιώ

σωματοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία