Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματολογία οι σωματολογίες
      γενική της σωματολογίας των σωματολογιών
    αιτιατική τη σωματολογία τις σωματολογίες
     κλητική σωματολογία σωματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωματολογία < σωματο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σωματολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία