Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχετικοκρατία οι σχετικοκρατίες
      γενική της σχετικοκρατίας των σχετικοκρατιών
    αιτιατική τη σχετικοκρατία τις σχετικοκρατίες
     κλητική σχετικοκρατία σχετικοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχετικοκρατία < σχετικός + -κρατία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχετικοκρατία θηλυκό

  • (φιλοσοφία) θεωρία κατά την οποία προκρίνεται η σχετική και όχι η απόλυτη / αντικειμενική γνώση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία