Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφύξῐς αἱ σφύξεις
      γενική τῆς σφύξεως τῶν σφύξεων
      δοτική τῇ σφύξει ταῖς σφύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σφύξῐν τὰς σφύξεις
     κλητική ! σφύξῐ σφύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφύξει
γεν-δοτ τοῖν  σφυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφύξις < σφύζω, σφυγ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφύξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία