σφυροδράπανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφυροδράπανο | τα | σφυροδράπανα |
γενική | του | σφυροδράπανου & σφυροδραπάνου |
των | σφυροδράπανων & σφυροδραπάνων |
αιτιατική | το | σφυροδράπανο | τα | σφυροδράπανα |
κλητική | σφυροδράπανο | σφυροδράπανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφυροδράπανο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφυροδράπανο ουδέτερο
- ταλαντούμενη σφύρα, ταλαντευόμενη ηλεκτρική (χαμηλής ισχύος) ή υδραυλική (υψηλής ισχύος) σφύρα
- δονούμενο ηλεκτρικό τρυπάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφυροδράπανο
|