Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφυγμομέτρηση οι σφυγμομετρήσεις
      γενική της σφυγμομέτρησης* των σφυγμομετρήσεων
    αιτιατική τη σφυγμομέτρηση τις σφυγμομετρήσεις
     κλητική σφυγμομέτρηση σφυγμομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφυγμομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυγμομέτρηση (μαρτυρείται από το 1891)[1] < σφυγμ(ός) + -ο- + -μέτρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφυγμομέτρηση θηλυκό

  1. (ιατρική) η μέτρηση των σφυγμών (των καρδιακών παλμών)
  2. (πολιτική, στατιστική, μεταφορικά) η έρευνα καταμέτρησης τάσεων και διαθέσεων της κοινής γνώμης επί συγκεκριμένου θέματος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος π.χ. επί πολιτικής εκλογής, δημοψηφίσματος, εμπορικών προϊόντων κ.λπ. που διενεργείται με ερωτηματολόγια.
     συνώνυμα: δημοσκόπηση, γκάλοπ

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ο όρος αποδίδεται κατά τον αντίστοιχο αγγλικό όρο poll που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1902 στις ΗΠΑ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 972, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία