Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σφράγισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σφραγίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σφραγίζω