Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφουγγαρίστρα οι σφουγγαρίστρες
      γενική της σφουγγαρίστρας των σφουγγαριστρών
    αιτιατική τη σφουγγαρίστρα τις σφουγγαρίστρες
     κλητική σφουγγαρίστρα σφουγγαρίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφουγγαρίστρα < σφουγγαρίζω + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφουγγαρίστρα θηλυκό

  1. εργαλείο με το οποίο σφουγγαρίζουμε
  2. (παρωχημένο) γυναίκα (καθαρίστρια, παραδουλεύτρα) που έχει ως αντικείμενο δουλειάς το σφουγγάρισμα των δαπέδων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία