Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφουγγάτο τα σφουγγάτα
      γενική του σφουγγάτου των σφουγγάτων
    αιτιατική το σφουγγάτο τα σφουγγάτα
     κλητική σφουγγάτο σφουγγάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφουγγάτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφουγγάτο (πίτα που μοιάζει με σφουγγάρι) < σφογγάτον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfuɲˈga.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφουγ‐γά‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφουγγάτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία