Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφετερισμός οι σφετερισμοί
      γενική του σφετερισμού των σφετερισμών
    αιτιατική τον σφετερισμό τους σφετερισμούς
     κλητική σφετερισμέ σφετερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφετερισμός < σφετερίζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφετερισμός αρσενικό

  • η επιδίωξη απόκτησης ή / και οικειοποίησης ξένων πραγμάτων με αθέμιτο τρόπο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία