σφελίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφελίδα | οι | σφελίδες |
γενική | της | σφελίδας | των | σφελίδων |
αιτιατική | τη | σφελίδα | τις | σφελίδες |
κλητική | σφελίδα | σφελίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφελίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφελίδα θηλυκό
- φέτα (π.χ. από ψωμί, τυρί, πίτα ή γλυκό)
- ※ Η μάννα μου 'ς το γόνα της, ψωμί σφελίδα κόβει (Λαογραφία: Παράρτημα, τόμοι 1-2, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, 1909 [1])
- ※ Το πρωί η Χρυσαΐδα γέμιζε την μπροστοποδιά της με κριθάρι και μέσα έκρυβε λίγο τυρί και μια σφελίδα (φέτα) ψωμί (Η σπηλιά της Χρυσαΐδας, ΤΑ ΝΕΑ, 22 Μαΐου 2018 [2])
- ※ Έχει σχήμα σε λωρίδες περίπου παραλληλεπίπεδες (σφελίδες) και λευκοκίτρινο χρώμα. Άλλο κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι ωριμάζει και διατηρείται εντός άλμης (Σφέλα, cheesenet.gr [3])
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφελίδα
|