σφαχτό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαχτό | τα | σφαχτά |
γενική | του | σφαχτού | των | σφαχτών |
αιτιατική | το | σφαχτό | τα | σφαχτά |
κλητική | σφαχτό | σφαχτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαχτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του σφαχτός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφαχτό ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σφαχτό