σφαιροβόλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαιροβόλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφαιροβόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (αθλητισμός) ο αθλητής που ασχολείται με την σφαιροβολία, με την ρίψη μιας σιδερένιας σφαίρας όσο πιο μακριά μπορεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφαιροβόλος
|