σφαγιαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαγιαστής < μεσαιωνική ελληνική σφαγιαστής[1] < αρχαία ελληνική σφαγιάζω < σφάγιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφαγιαστής αρσενικό (θηλυκό σφαγιάστρια)
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) κάποιος που σφαγιάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφαγιαστής
|
Πηγές επεξεργασία
- σφαγιαστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σφαγιαστής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)