Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συχνοβλέπω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
συχνοβλέπω
<
συχνά
+
-ο-
+
βλέπω
Ρήμα
επεξεργασία
συχνοβλέπω
(
επισκέπτομαι
κάποιον και τον)
βλέπω
συχνά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συχνός
και
βλέπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συχνοβλέπω