συστέγαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συστέγαση | οι | συστεγάσεις |
γενική | της | συστέγασης* | των | συστεγάσεων |
αιτιατική | τη | συστέγαση | τις | συστεγάσεις |
κλητική | συστέγαση | συστεγάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστεγάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συστέγαση θηλυκό
- η στέγαση στο ίδιο κτίριο
- εγκρίθηκε η συστέγαση του 25ου και 27ου Δημοτικό Σχολείο στο νέο κτίριο της οδού Παπαδάκη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συστέγαση
|