συσπουδαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσπουδαστής < συ- + σπουδαστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
συσπουδαστής αρσενικό (θηλυκό: συσπουδάστρια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσπουδαστής
|
συσπουδαστής αρσενικό (θηλυκό: συσπουδάστρια)
|