Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συσπανσιόν < γαλλική suspension, άλλη μορφή του σουσπασιόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συσπανσιόν θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία