Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συσκότισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συσκότισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συσκοτίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συσκοτίζω