Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συσκοτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συσκοτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συσκοτίζω
  3. θα συσκοτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συσκοτίζω