Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρματόβουρτσα οι συρματόβουρτσες
      γενική της συρματόβουρτσας των συρματοβουρτσών
    αιτιατική τη συρματόβουρτσα τις συρματόβουρτσες
     κλητική συρματόβουρτσα συρματόβουρτσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρματόβουρτσα < σύρμα + βούρτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρματόβουρτσα θηλυκό

  1. οποιαδήποτε βούρτσα που φέρει μεταλλικές "τρίχες" συνήθως από ανοξείδωτο χάλυβα ή ορειχάλκινες για αποφυγή σπινθήρων.
    οι συρματόβουρτσες διακρίνονται σε χειρός με λαβή ή σε εξαρτήματα πολύστροφων μηχανών, σε διάφορους τύπους, (τροχοί, κωνικοί, στρογγυλοί κ.λπ.) και χρησιμοποιούνται σε καθαρισμούς, λειάνσεις και αφαίρεση σκουριάς.

  Μεταφράσεις επεξεργασία