Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συρματουργός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συρματουργ
ός
οι
συρματουργ
οί
γενική
του
συρματουργ
ού
των
συρματουργ
ών
αιτιατική
τον
συρματουργ
ό
τους
συρματουργ
ούς
κλητική
συρματουργ
έ
συρματουργ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συρματουργός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συρματουργός
αρσενικό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συρματουργός