συνομολογήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνομολογήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνομολογώ
- θα συνομολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνομολογώ
συνομολογήσω