Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συννέφιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συννεφιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συννεφιάζω