Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνιδιοκτήτης οι συνιδιοκτήτες
      γενική του συνιδιοκτήτη των συνιδιοκτητών
    αιτιατική τον συνιδιοκτήτη τους συνιδιοκτήτες
     κλητική συνιδιοκτήτη συνιδιοκτήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνιδιοκτήτης < συν- + ιδιοκτήτης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική copropriétaire) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνιδιοκτήτης αρσενικό (θηλυκό συνιδιοκτήτρια)

  • ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με κάποιον άλλον ή κάποιους άλλους

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία