Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συνηγορήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνηγορώ
  2. θα συνηγορήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνηγορώ