Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεταιρίζομαι < συνέταιρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ne.teˈɾi.zo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

συνεταιρίζομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία