συνεπιφέρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεπιφέρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
συνεπιφέρω
- έχω ως αποτέλεσμα, συνεπάγομαι, είμαι η αιτία και δημιουργώ, προξενώ μια κατάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεπιφέρω
|