Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεκτιμώ < συν- + εκτιμώ

  Ρήμα επεξεργασία

συνεκτιμώ (παθητική φωνή: συνεκτιμώμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία