Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνειδητός η συνειδητή το συνειδητό
      γενική του συνειδητού της συνειδητής του συνειδητού
    αιτιατική τον συνειδητό τη συνειδητή το συνειδητό
     κλητική συνειδητέ συνειδητή συνειδητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνειδητοί οι συνειδητές τα συνειδητά
      γενική των συνειδητών των συνειδητών των συνειδητών
    αιτιατική τους συνειδητούς τις συνειδητές τα συνειδητά
     κλητική συνειδητοί συνειδητές συνειδητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνειδητός < συνείδηση + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conscient)

  Επίθετο επεξεργασία

συνειδητός

  1. (για κάτι) που γίνεται έχοντας συνείδηση αυτού που συμβαίνει, με επίγνωση, αντίληψη και ηθελημένα
  2. (για κάποιον) που συνειδητοποιεί τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του και ενεργεί ανάλογα
  3. (ουσιαστικοποιημένο) συνειδητό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία