συνδιαμόρφωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιαμόρφωση | οι | συνδιαμορφώσεις |
γενική | της | συνδιαμόρφωσης* | των | συνδιαμορφώσεων |
αιτιατική | τη | συνδιαμόρφωση | τις | συνδιαμορφώσεις |
κλητική | συνδιαμόρφωση | συνδιαμορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιαμορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδιαμόρφωση < συν- + διαμόρφωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδιαμόρφωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδιαμόρφωση
|