Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συνδιαλεχθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνδιαλέγομαι
  2. θα συνδιαλεχθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνδιαλέγομαι