Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδημότης οι συνδημότες
      γενική του συνδημότη των συνδημοτών
    αιτιατική τον συνδημότη τους συνδημότες
     κλητική συνδημότη συνδημότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδημότης συν- + δημότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδημότης αρσενικό

  • αυτός που είναι από τον ίδιο δήμο
    ※  Τότε και μόνο τότε θα αισθάνομαι περήφανος, γιατί θα έχει αξιολογηθεί η χρησιμότητά μου και η αποτελεσματικότητα της δουλειάς μου στη βελτίωση της ζωής όλων των συνδημοτών μου ([1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία