Δείτε επίσης: υποδαυλίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδαυλίζω < συν + δαυλός και κατάληξη ρημάτων σε -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

συνδαυλίζω

  1. ανακινώ του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας και μεταφορ. «παροξύνω», «ανακινώ» πάθη.
    «Η σοφιστική συνδαύλιζε το άναμμα των παθών μέσα στα άτομα».

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία